Kαι ξαφνικά σιωπή. Μουλώσαμε όλοι.
Ο θάνατος του 15χρονου, στα Εξάρχεια, μας έκοψε το γέλιο. Γιά άλλη μιά φορά.
Έφταιγε; Ποιός έφταιγε; Ο πιτσιρικάς; Ο ένοπλος;
Το χέρι; Η στιγμή; Το όπλο; Το όπλο σε λάθος χέρι; Το όπλο σε λάθος χέρι και το χέρι να οδηγείται από λάθος εγκέφαλο.
Το παιδί έφυγε. Ο ένοχος θα δικαστεί. Ως το επόμενο.
Γιατί τα λάθος χέρια είναι πολλά.
Έλα μωρέ ένα επάγγελμα είναι. Ναι.. επαγγελματίας δολοφόνος. Από γεννεσημιού σου δολοφόνος. Και μη μου πεις πως δείλιασες στιγμή, μη μου πεις πως σκέφτηκες ποτέ την ευθύνη του να κουβαλάς όπλο. Την ευθύνη του να δώσεις κλωτσιές μέχρι θανάτου.
Από ανάγκη το ξεκίνησες. Ένα επάγγελμα είπες στην μάνα σου που σε κοιτούσε μα μάτια ορθάνοιχτα γιά αυτή σου την απόφαση. Ένα γαμημένο επάγγελμα. Μόνο μη μου κρύβεσαι εμένα και μη μου λες πως δε την τράβαγε η ψυχή σου τούτη την ιδέα εξουσίας ε; Μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία. Κρεμασμένο το σιδερικό στην ζώνη σε έδειχνε διπλάσιο, κι όχι στο ύψος, όχι, μα στα μάτια της κοινωνίας, ένοιωθες σπουδαίος κι άλλο τρόπο δεν είχες.
Στην σχολή σε ισοπέδωσαν, σε...
περνούσαν από την μηχανή του κιμά, κι εκεί που ξερνούσες, γινόσουν άνθρωπος και πάλι. Κάθε μέρα άντεχες και λίγο περισσότερο, μέχρι που έγινες πιό σκληρός κι από το πετσί. Άτρωτος. Γιά άμυνα σου είπαν.
Στην πορεία, μεγάλωσες. Μα μέσα σου αντί να στρώσουν τα σκατά γινόταν χειρότερα. Η μάνα πέθανε. Η γκόμενα σε απέρριψε, κι η σύζυγος πηδιόταν με τον καλύτερο σου φίλο. Γαμημένη ζωή. Ρημάδα ζωή.
Σκάσε μαλάκα και προχώρα.
Γαμημένη δουλειά μα μη μου πεις πως δε σου πήγαινε γάντι. Το έβλεπα στο πρόσωπο σου. Τα χείλη σου που στένευαν καθημερινά. Το μαλλί όρθιο φασιστικό, το πηγούνι αποφασιστικό και το χέρι, να χαιδεύει το σιδερικό κάθε που πήγαινε να σε πάρει από κάτω.
Εκείνο το μεσημέρι, πήγες να βρέξεις το στόμα σου με λίγο αλκοόλ. Λίγο είπες και κόντεψες να αδειάσεις το μπουκάλι. Γαμημένη ζωή.
Περνώντας από ένα καφέ, είδες μιά παρέα παιδιών με χαρούμενα πρόσωπα να τραγουδούν και να γελούν. Σου φάνηκε πως σε κορόιδευαν, μα στην πραγματικότητα έβλεπες τα μούτρα σου. Ήταν δυνατόν να έκανες τόσο μεγάλο λάθος;
Πήγες πιό πέρα, έφτυσες δυό φορές στην άσφαλτο, γύρισες πίσω, έπιασες το σιδερικό και πυροβόλησες. Κατάστηθα. Η πεθαμένη μάνα σου πήγε να σου αρπάξει το χέρι, μα εσύ συνέχισες απτόητος, γιατί μη μου πεις πως δεν ήταν από πάντα αυτός ο χαρακτήρας σου;
Πόσες φορές από παιδί δε σε φώναξαν τσογλάνι, κάθαρμα, μούτρο, πόσες;
Όταν είχες άγχος, δεν μπορούσες να σκεφτείς, θόλωνες. Μα δεν είχες άγχος. Κατακάθαρα όλα. Το παιδί είχε ξαπλώσει αιμόφυρτο στο έδαφος κι εσύ ακίνητος να προσπαθείς να θυμηθείς, να θυμηθείς μα τι;
Πως άλλο ΑΜΥΝΑ κι άλλο ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΕΠΙΘΕΣΗ, και το παιδί έφυγε.. έφυγε..
ΕΦΥΓΕ Μ ΑΚΟΥΣ;;;
ΕΝΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟ ΑΓΟΡΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΣΦΑΙΡΑ..
Μαζί του πέθανες κι εσύ αλλά ποιό το όφελος;
Και ξαφνικά μουλώσαμε όλοι, γιατί πέστε μου έναν που να είναι εναντίον των σημερινών επεισοδίων στα κέντρα των πόλεων.. έναν..
ΥΓ.Κι εσύ ηλίθιε να προσέχεις τι γράφεις.....να σκέφτεσαι πολύ καλά αυτά που θες να πεις.....διαφορετικά να μη γράφεις καθόλου.....
ΑΚΟΥΣΕΣ?
ΣΕ ΣΕΝΑ ΤΟ ΛΕΩ....ΒΛΑΚΑ Ε ΒΛΑΚΑ....