Το λάτρευε αυτό το αγόρι. Το χαιρόταν με όλη της την ψυχή όταν βρισκόταν μαζί του. Μαζί του ήταν ο εαυτός της, κι αυτό ήταν σπάνιο, πολύ σπάνιο, και σπουδαίο, πολύ σπουδαίο.
Συνομήλικοι ήταν και φίλοι από πολύ παλιά. Μα αν και μοιράζονταν τα ίδια χρόνια, στα μάτια της ήταν πάντα το αγόρι των φοιτητικών της χρόνων, λες κι εκείνος δεν είχε μεγαλώσει ούτε μια ώρα.
Κανόνιζαν πάντα να βγουν βιαστικά, χωρίς πολλές συνεννοήσεις, και σχεδόν πάντα οι δυο τους. Λες κι ο κόσμος ο άλλος δεν είχε σημασία και υπόσταση όταν ήταν οι δυο τους.
Έμπαιναν στα πιο άνετα ρούχα τους… αυτή αφηνόταν σε φαρδιά τζην ή ριχτά φορέματα, χαμηλά σανδάλια και ανέμελα μαλλιά. Κι εκείνος σε κάτι φθαρμένα τζην ή σε ξεχασμένες στρατιωτικές βερμούδες και starάκια.
Και βρίσκονταν στο κέντρο. Λάτρευαν το κέντρο και τη βαβούρα του.
Γελούσαν συνέχεια, ποτέ δεν θυμούνταν για τι μιλούσαν, αλλά γελούσαν συνέχεια. Κυκλοφορούσαν αγκαλιά και ο κόσμος τους κοίταζε μυστήρια γιατί τους έπαιρνε για ζευγάρι. Αταίριαστο ζευγάρι. Κι αυτοί το διασκέδαζαν και γελούσαν.
Εκείνος είχε μυστήρια φάτσα. Κοκκινομάλλης με φακίδες, λεπτός και με συνηθισμένο ανάστημα, με γυμνασμένα πόδια από χρόνια άθληση και κάτι χέρια, στα μάτια της τουλάχιστον, τεράστια, όλο αγκαλιές. Ευαίσθητος και γλυκός. Και ατακαδόρος. "Ρομαντικούλη" τον φώναζε και του ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι. Όμορφο αγόρι.
Εκείνη πάλι, μυστήριο τυπάκι. Στην πρώτη ματιά αδιάφορη, μα με καλοσχηματισμένο κορμί και γατίσιο βλέμμα, μόνο όταν ήθελε. Ανοιχτός άνθρωπος και προσγειωμένος. Με δυνατό μυαλό και αντοχές παλαιστή σούμο. Να δέχεται τους κραδασμούς, λόγια ή πράξεις, και τίποτα να μην παθαίνει. Πάντα σε ετοιμότητα κάποιον να υπερασπιστεί. Να τον ακούσει και να τον προστατεύσει. Όλους εκτός από τον εαυτό της. "Κορώνα μου" την φώναζε και της ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι.
Έπιναν πολύ μαζί. Συνήθως έπιναν για πάρτυ τους. Και όταν δεν έπιναν για πάρτυ τους, έπιναν για τους απόντες της ζωής τους. Ποτέ για άλλον. Ποτέ για άνθρωπο υπαρκτό στη ζωή τους. Μόνο για τα φαντάσματα που πέρασαν, τους στοίχειωσαν και χάθηκαν.
Τις καλές τους μέρες, τις ονόμαζαν "pain free" και τις τιμούσαν με βότκα και τεκίλα. Τις κακές, τις ονόμαζαν "για πόνο και ποτό" και τις τιμούσαν πάλι με βότκα και τεκίλα. Και τους άρεσε να κάθονται στο μπαρ, στα ψηλά καθίσματα για να χαζεύουν τον κόσμο. Μπροστά στα ποτά, για να μην χάνουν τον χρόνο. Και στις αλλαγές της μουσικής, να πίνουν γύρες σφηνάκια.
Εκείνο το βράδυ, είπαν να αλλάξουν τις συνήθειες. Να κλειστούν σε ένα χαμαιτυπείο που πήγαιναν παλιά και να ακούσουν μουσικές από τότε. Ήταν σε "φάση παλιακή"… μόνο τα παλαιστινιακά μαντήλια δεν έβγαλαν από το χρονοντούλαπο γιατί θα ήταν ντεμοντέ.
Περνούσαν πολύ καλά κι εκείνο το βράδυ. Χόρευαν ανέμελα κάτω από βλέμματα και έκαναν τις γνωστές τους μαϊμουδιές. Και το χαίρονταν όπως κάθε άλλη φορά. Για πάρτυ τους.
Μέχρι που ήρθαν οι μπαλάντες και τους προσγείωσαν στη μπάρα, μπροστά από μια γύρα σφηνάκια, διπλή, όχι μόνο για πάρτυ τους. Σιωπές. Λάτρευαν αυτές τις μακριές σιωπές μεταξύ τους. Λες και απέδιδαν ταυτόχρονα φόρο τιμής στους απόντες της ζωής τους. Σαν να έβγαιναν ζευγάρια οι δυο τους, double dating που λένε, και οι άλλοι δύο να πήγαν τουαλέτα. Μπερδεύονταν τις ώρες της σιωπής. Ταξίδευαν.
Κάτω από την υπόκρουση ενός πονεμένου τραγουδιού, εκείνος την πήρε σφιχτά αγκαλιά, όπως συνήθιζε να την χορεύει για να σκάνε όλοι που φαινόταν δικιά του, και της ψιθύρισε στο αυτί "Δεν θα σε αφήσω ποτέ". Και την έσφιξε ακόμη περισσότερο πάνω του.
Εκείνη έκλεισε τα μάτια και κούρνιασε. Και αν και τόσο γεμάτη, για μια στιγμή, για μια μόνο στιγμή, το μυαλό της έτρεξε αλλού. Για μια στιγμή η σκέψη της ταξίδεψε σε άλλον. Πόσο θα ήθελε να ακούσει την κουβέντα αυτή από κάποιον άλλον…. Κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
Δεν άνοιξε το στόμα για να μην προδοθεί από την αλήθεια της. Έφτιαξε τα μπράτσα της σε μια στενή αγκαλιά και τον έκλεισε μέσα. Την εννοούσε αυτή την αγκαλιά… αλλά δεν της έδωσε τη σημασία που της άξιζε. Για μια ακόμη φορά, η απουσία κάποιου μονοπωλούσε το μυαλό της, περισσότερο από τους ζωντανούς και αληθινούς ανθρώπους της ζωής της.
Ζαλίστηκε… Ήπιε λίγο νερό και δεν του απάντησε τίποτα. Παρά μόνο τον έσφιξε ξανά στην αγκαλιά της. Και του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Του απάντησε με τον τρόπο της, έστω και δευτερολογώντας. Και μετά τον κοίταξε στα μάτια για να του αποκαλυφτεί.
Της χαμογέλασε πλατιά και σήκωσε το ποτήρι του να πιει. "Σε νιώθω" της απάντησε. "Μα και πάλι δεν θα σε αφήσω ποτέ."
Το φιλί του Ιούδα, σκέφτηκε. Προδοσία. Και σαν να κάηκε λίγο μέσα της.
Πόσες τέτοιες αγκαλιές είχε άραγε κι εκείνη δεχτεί σε μεγάλα λόγια που είχε πει… Όχι κακοπροαίρετες αγκαλιές. Αγαπημένες αγκαλιές, να, όπως η δική της τώρα. Αλλά σιωπηλές αγκαλιές. Υποσχόμενες μα ασπρόμαυρες, μουντές, βουβές αγκαλιές και όχι φωναχτές και πολύχρωμες. Πονεμένες αγκαλιές, διχασμένες αγκαλιές κι αχάριστες…
Πόσο άδικη άραγε μπορούσε να γίνει… Και ανόητη. Πολύ ανόητη.
Το βράδυ έβγαλε τα εσώψυχά της από την αηδία… Καθάρισε καλά το μυαλό της από τους απόντες της ζωής, έβαλε ένα τεράστο "Χ" στο απουσιολόγιο της ψυχής της και άνοιξε ένα καινούριο καθαρό τετράδιο για να γράφει… Κι ας το άφηνε άδειο για καιρό πολύ.
Άδειασε τα μέσα της από το κενό. Και αποφάσισε να τα γεμίσει με ζωή.
Και κοιμήθηκε, για πρώτη φορά μετά από καιρό, ήρεμη…
Το επόμενο βράδυ του είπε στο τηλέφωνο…
"Κερνάω σφηνάκια. Μονές γύρες. Όχι διπλές. Μόνο για πάρτυ μας. Σήμερα γιορτάζω… Pain free από άποψη. Τι λες;"
"Σε μια ώρα. Κέντρο, στο παγκάκι μας." της απάντησε.
Νέρωσε το ποτό που μόλις είχε βάλει και το έχυσε βιαστικά στον νεροχύτη. Μαζί άφησε και το άδειο ποτήρι που είχε περίτεχνα στήσει δίπλα του. Από σήμερα για πάρτυ μας, σκέφτηκε. Pain free από άποψη.
Και ντύθηκε βιαστικά για να τη συναντήσει. Να γιορτάσουν παρέα.