Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Η φαμίλια του και η γη του


Στη Χώρα του Ραγιά, σε μια πεδιάδα περιτριγυρισμένη από ψηλά βουνά, ζούσε ο Βασίλης. Αυτός ο Βασίλης λοιπόν δυο πράγματα αγαπούσε στον κόσμο, την φαμίλια του και τη γη του, και σ΄όλη του τη ζωή πάλευε με τη γη του για να ζήσει την φαμίλια του.
Αυτά τα δυο συλλογιότανε κάτω απ΄τη λεύκα που είχαν φυτέψει οι παππούδες του και το μυαλό του κόντευε να φύγει...
Είχε τρεις γιους, οι δυο μεγάλοι φύγανε για σπουδές στην αρχή, αλλά από τότε κατάλαβε ότι δεν θα γυρνούσαν ξανά στα χωράφια. Και τι να κάνουν να γυρίσουν εδώ που τα λέμε, ο τόπος δεν είχε πια μέλλον... Σκέφτηκε πως και από τη φαμίλια του πατέρα του μόνο αυτός έμεινε στον τόπο του, τα αδέρφια του φύγανε σε πόλεις, η οικογένεια χωρίστηκε. Η ζωή εδώ είναι δύσκολη, η δουλειά έχει μεγάλο ρίσκο και το μαγαζί είναι ξεσκέπαστο, ένα χαλάζι μια ξηρασία είναι αρκετά για να σε καταστρέψουν και να σε χώσουν στα χρέη ως το λαιμό. Και πως να μη φύγουν τα αδέρφια του; Από παιδί θυμάται την μάνα του να τους λέει συνέχεια "Μάθε παιδί μου γράμματα, έχε τα μάτια σου ανοιχτά, να φύγεις από δω να μην παλεύεις μια ζωή με τις λάσπες...", τάχα τα ίδια δεν έλεγε και αυτός στους γιους του; Έτσι οι δυο μεγάλοι φύγανε και έμεινε ο μικρός, να παλεύει μαζί του με τη γη και προκοπή να μη βλέπει.
Γιατί όμως; Αφού αυτός ήταν που όργωνε τη γη, που αναμετριόνταν μαζί της και έβγαζε όλα αυτά που χρειάζονται οι άνθρωποι για να ζούνε. Αυτός έδινε σιτάρι για να υπάρχει ψωμί, δικό του ήταν το βαμβάκι που το κάναν ρούχα, αφού από τον ιδρώτα του έβγαιναν τα λαχανικά, τα φρούτα, η ζάχαρη... Αφού αυτός έδινε όλα αυτά στην κοινωνία, γιατί σε αντάλλαγμα του δινόταν ψίχουλα;


Μα δεν είναι μόνο αυτό που τον πονάει, είναι που βλέπει τα γεννήματα της γης του να πουλιούνται ακριβά, αυτός να πουλάει δέκα κιλά στάρι όσο αγοράζουν οι γιοι του στην πόλη ένα κιλό ψωμί. Και όλο τον κόπο τον δικό του και την ανάγκη του κόσμου για τροφή, για ντύσιμο να την εκμεταλλεύονται οι έμποροι. Να παίρνει ο έμπορος το στάρι από αυτόν, και να το μεταπουλάει σε άλλον έμπορο που έχει μύλους, και αυτός να το κάνει αλεύρι και ζωοτροφές και να τα δίνει σ΄άλλον έμπορο που τα μεταπουλάει κι αυτός με τη σειρά του... Και πάει έτσι η δουλειά που το σιτάρι αυτό το περνάνε από τα χέρια τους ένα σωρό μεσάζοντες και όλοι ζουν από αυτό, και όχι μόνο ζουν αλλά και ο καθένας τους κερδίζει παραπάνω από ότι κερδίζει ο Βασίλης που το έσπειρε, το πότισε, το θέρισε... Αυτό το πράγμα το βλέπει άδικο, δεν το χωράει ο νους του, αυτός το παράγει, αυτός παιδεύεται στον ήλιο και στην λάσπη, και αυτοί που απλά το αλλάζουν χέρια να βγάζουν τόσα. Γιατί δηλαδή να είναι τόσο ακριβό αυτό που του παίρνουνε τόσο φτηνά; Δεν θα μπορούσε άραγε να μοιραστεί με αυτούς που χρειάζονται τα προϊόντα του, το κέρδος των εμπόρων; Έτσι και αυτός θα ζούσε καλύτερα και εκείνοι, όλοι θα είχαν μεγαλύτερο όφελος.
Μ΄αυτά όμως που γινότανε, χρόνο με το χρόνο ο Βασίλης όλο και χειρότερα πήγαινε, για να ξεκινήσει τη σοδειά χρειαζότανε σπόρο, φάρμακα και λεφτά δεν είχε... Και δανειζόταν όλο και περισσότερο από την τράπεζα, και τα χρέη μεγάλωναν. Οι έμποροι δεν δίνανε τιμές, η τράπεζα ανέβαζε τους τόκους και η θήλεια να σφίγγει... Και οι βουλευτάδες να ΄ρχονται πριν από της εκλογές, να σου χτυπάνε φιλικά τη πλάτη για ψήφο, να τα χουνε πλακάκια με τους κλέφτες που σου πίνουνε το αίμα και να κάνουν πως δεν βλέπουν την αδικία. Πολλές φορές μάλιστα κάνανε τάχα πως στήριζαν τάχα τους αγρότες, μα ποτέ δεν εναντιώθηκαν στους κλέφτες στ΄αλήθεια.
Τώρα ο Βασίλης έβλεπε και το στερνοπαίδι του που σκεφτόταν να φύγει και πονούσε, δεν ήθελε να χάσει όλα του τα παιδιά, ούτε να μείνουν τα χωράφια του άσπαρτα. Και μέσα σ΄όλη αυτή την τρέλα άρχισαν να πέφτουν κι άλλο οι τιμές που δίναν οι έμποροι , να ανεβαίνουν οι τόκοι στις τράπεζες, αλλά ο κόσμος στις πόλεις τα αγόραζε ακριβά και πάλι. Ερήμωναν τα χωριά οι νέοι έφευγαν να βρουν ίσως μια καλύτερη τύχη στην πόλη... Και οι βρικόλακες των τραπεζών να ξεκινάνε κατασχέσεις σε τραχτέρια, εργαλεία, σπίτια και χωράφια.



Έτσι πήρανε απόφαση οι αγρότες να μπλοκάρουν τους δρόμους να μεγαλώσει η οργή του ήδη απελπισμένου κόσμου μπας και μπορέσουν να σταματήσουν όλοι μαζί τους κλέφτες.
Ο Βασίλης σκεφτόταν τι να κάνει όταν είδε τα τρακτέρ να ξεκινάνε για το κλείσιμο του μεγάλου δρόμου που διάσχιζε τη χώρα, ανέβηκε στο τρακτέρ του και μπήκε και αυτός στη πομπή μαζί με τους άλλους. "Όχι ρε καθάρματα μου σκορπίσατε την οικογένεια, δεν θα μου πάρετε και τη γη."

brothersgrimmfarytalles

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright 2009 Οιχαλία - Τρικάλων. Powered by Blogger Blogger Templates create by Deluxe Templates. WP by Masterplan