Ένα γυφτάκι ορφανό κι απροστάτευτο γύρευε δουλειά, τί δουλειά, δηλαδή, παρακαλούσε να το πάρουν να βοηθάει για να τρώει να ντύνεται και να κοιμάται σε κάποιαν άκρη. Βρέθηκε κάποιος χριστιανός το λυπήθηκε και το πήρε να τον βοηθάει στο καφενείο που είχε στην πλατεία του χωριού.
Ευτυχισμένο το γυφτάκι - έτσι το αποκαλούσαν όλοι και το ίδιο το είχε αγόγγυστα αποδεχθεί-έφτιαχνε καρέκλες, σκούπιζε τραπέζια, έπλενε φλυτζάνια, δεν καθόταν στιγμή. Πολύ ευχαριστημένο το αφεντικό του τού λέει μια μέρα. "Aντε, επειδή είσαι καλό παιδί θα σου δώσω λεφτά να πας να πάρεις παπούτσια, δεν θέλω να είσαι πια ξυπόλυτο."
Χαρές ο μικρός, πάει μια και δυο αγοράζει παπούτσια τα φόρεσε και καμάρωνε. "Μπράβο, βρε, με γεια σου..." του λέει το αφεντικό" τί νούμερο τα πήρες;" τριάνταενιά, αφεντικό..."
Πέρασε περίπου μήνας και ο μικρός λέει στο αφεντικό του.... "Αφεντικό! Γυφτάκι θέλει άλλα παπούτσια αυτά κτυπάνε..." Τί να κάνει ο καφετζής του ξαναδίνει λεφτά και πήρε άλλα παπούτσια. Όταν γύρισε τον ρώτησε. "Εντάξει, τώρα;' "Ναι, αφεντικό. Πήρα τώρα σαράντα νούμερο.." 'Θα μεγαλώνει ο μπαγάσας...' σκέφτηκε ο καφετζής και μέσα του χάρηκε. Μετά όμως δυο τρεις μέρες του ξαναλέει ο μικρός. "Αφεντικό, γυφτάκι θέλει άλλα παπούτσια..." "Τί έκανε, λέει; Είσαι στα καλά σου, παιδί μου;" "Ναι, αφεντικό, γυφτάκι λέει αλήθεια.." Τί να κάνει ο άνθρωπος του ξαναδίνει λεφτά. Όταν γύρισε τον ρωτάει. "Ε, τί έγινε; Τί νούμερο πήρες σήμερα;" "Τριανταεφτά, αφεντικό..." "Τί λες, βρε; Τρελάθηκες" "Όχι, αφεντικό έκοψα τα νύχια μου...."
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου