Ποιο κύτταρο ξύπνησε μέσα μας; Ποια κατάρα ήταν αυτή που κοιμόταν τόσα χρόνια στο υποσυνείδητό μας και ένα πρωί άρχισε να ξεπηδά από τον λήθαργό της και να γεμίζει τον κόσμο γύρω μας; Δεν είμαστε τέτοιοι ή πάντα ήμαστε τέτοιοι και το κρύβαμε; Σαν εφιαλτικός σπόρος που ήταν φυτεμένος σε δροσερά λιβάδια και δεν άνθιζε. Ήθελε αέρηδες, λειψυδρία και πολύ αλάτι για να ανθίσει. Βρήκε το κατάλληλο έδαφος και τέλειες καιρικές συνθήκες για να βγάλει ρίζα, για να απλωθεί υπόγεια και να κάνει τον μπαξέ της ύπαρξής μας τον Κήπο της Αναίδειας.
Δεν μεταλλαχθήκαμε εμείς, ο λαός των πριγκίπων, γίναμε αυτό που κρύβαμε για χρόνια... Απλώνουμε το χέρι μας με το δρεπάνι και ό,τι μας χαλάει τα γούστα και την επιβίωση το κόβουμε σύρριζα. Μπαίνουμε στα ελεύθερα μέχρι πρότινος χωράφια, μπήγουμε τα παλούκια, τεντώνουμε τα σύρματα για να τα κάνουμε δικά μας. Βγάζουμε την Ιστορία μας σε πλειστηριασμό και τα κομμάτια Ελλάδας σε παζάρι άπλυτων, τσιμεντάρουμε Ναούς, Μνημεία για δύο υπόγεια με γκαράζ. Χαράζουμε δρόμους στα δάση των Νυμφών για ένα κομμάτι επιδότησης ζεστής στο χέρι. Όλα για την τσέπη μας.
Βιάζουμε ότι δεν έχει φωνή να φωνάξει, ό,τι δεν έχει χέρι να αμυνθεί. Περιμέναμε σαν τους πλιατσικολόγους να κάνουμε ντου στην νέα Τριπολιτσά, που μέχρι πριν λίγες δεκαετίες την λέγαμε Πατρίδα, αφήνοντας πίσω καμένη γη. Σαν τα κοράκια περιμέναμε να σταματήσει να κινείται αυτό το σώμα -που τόσο πάλεψε να ζήσει- για να κάνουμε το τσιμπούσι των εφιαλτικών ματαιόδοξων ονείρων μας. Και είμαστε τραγικοί όταν βγάζουμε τα κρυμμένα μας μαχαίρια να χτυπηθούμε με τον δίπλα καταπατητή του Παραδείσου για κάτι που το λέμε «δικό μας», για κάτι που ποτέ δεν αγαπήσαμε εν τέλει, απλά το ποθήσαμε και το κρυφοκοιτούσαμε χρόνια με φθόνο.
Είχε ανοίξει τα μάτια του ο πραγματικός μας εαυτός δεκαετίες τώρα, αλλά έκανε υπομονή μέχρι να έρθει η στιγμή που άμυνα δεν θα υπήρχε. Μέχρι που και το τελευταίο κύτταρο περηφάνιας θα είχε καταστραφεί από τον καρκίνο που θέριευε μέσα μας. Το νιώθαμε, βλέπαμε την αλλαγή αλλά κανείς μας δεν πολέμησε να το σταματήσει. Ακόμη και εκείνοι που άργησαν να μεταλλαχθούν δεν έκοψαν το κεφάλι το τέρατος που έβλεπαν να δυναμώνει μέρα με τη μέρα. Κιοτέψαμε.
Και τώρα πλάσματα δίποδα τριγυρίζουμε σε πανικό πάνω στην Ιερή Γη που την κάναμε στα μέτρα της Αποκάλυψης που χρόνια σχεδιάζαμε, και ψάχνουμε για κουφάρια να ικανοποιήσουμε την πείνα μας. Άλλη γη πλέον δεν έχει. Άλλη ζωή πλέον δεν έχει. Σε λίγο θα αρχίσουμε να τρώμε τις σάρκες μας. Μέχρι τελευταία σταγόνα θα στραγγίξουμε την ύπαρξη μας. Το τελευταίο πλιάτσικο που μας απέμεινε να κάνουμε είναι στον ίδιο μας τον εαυτό.
Δεν μεταλλαχθήκαμε εμείς, ο λαός των πριγκίπων, γίναμε αυτό που κρύβαμε για χρόνια... Απλώνουμε το χέρι μας με το δρεπάνι και ό,τι μας χαλάει τα γούστα και την επιβίωση το κόβουμε σύρριζα. Μπαίνουμε στα ελεύθερα μέχρι πρότινος χωράφια, μπήγουμε τα παλούκια, τεντώνουμε τα σύρματα για να τα κάνουμε δικά μας. Βγάζουμε την Ιστορία μας σε πλειστηριασμό και τα κομμάτια Ελλάδας σε παζάρι άπλυτων, τσιμεντάρουμε Ναούς, Μνημεία για δύο υπόγεια με γκαράζ. Χαράζουμε δρόμους στα δάση των Νυμφών για ένα κομμάτι επιδότησης ζεστής στο χέρι. Όλα για την τσέπη μας.
Βιάζουμε ότι δεν έχει φωνή να φωνάξει, ό,τι δεν έχει χέρι να αμυνθεί. Περιμέναμε σαν τους πλιατσικολόγους να κάνουμε ντου στην νέα Τριπολιτσά, που μέχρι πριν λίγες δεκαετίες την λέγαμε Πατρίδα, αφήνοντας πίσω καμένη γη. Σαν τα κοράκια περιμέναμε να σταματήσει να κινείται αυτό το σώμα -που τόσο πάλεψε να ζήσει- για να κάνουμε το τσιμπούσι των εφιαλτικών ματαιόδοξων ονείρων μας. Και είμαστε τραγικοί όταν βγάζουμε τα κρυμμένα μας μαχαίρια να χτυπηθούμε με τον δίπλα καταπατητή του Παραδείσου για κάτι που το λέμε «δικό μας», για κάτι που ποτέ δεν αγαπήσαμε εν τέλει, απλά το ποθήσαμε και το κρυφοκοιτούσαμε χρόνια με φθόνο.
Είχε ανοίξει τα μάτια του ο πραγματικός μας εαυτός δεκαετίες τώρα, αλλά έκανε υπομονή μέχρι να έρθει η στιγμή που άμυνα δεν θα υπήρχε. Μέχρι που και το τελευταίο κύτταρο περηφάνιας θα είχε καταστραφεί από τον καρκίνο που θέριευε μέσα μας. Το νιώθαμε, βλέπαμε την αλλαγή αλλά κανείς μας δεν πολέμησε να το σταματήσει. Ακόμη και εκείνοι που άργησαν να μεταλλαχθούν δεν έκοψαν το κεφάλι το τέρατος που έβλεπαν να δυναμώνει μέρα με τη μέρα. Κιοτέψαμε.
Και τώρα πλάσματα δίποδα τριγυρίζουμε σε πανικό πάνω στην Ιερή Γη που την κάναμε στα μέτρα της Αποκάλυψης που χρόνια σχεδιάζαμε, και ψάχνουμε για κουφάρια να ικανοποιήσουμε την πείνα μας. Άλλη γη πλέον δεν έχει. Άλλη ζωή πλέον δεν έχει. Σε λίγο θα αρχίσουμε να τρώμε τις σάρκες μας. Μέχρι τελευταία σταγόνα θα στραγγίξουμε την ύπαρξη μας. Το τελευταίο πλιάτσικο που μας απέμεινε να κάνουμε είναι στον ίδιο μας τον εαυτό.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου