Κάθε εκλογική αναμέτρηση εθνικής εμβέλειας συνιστά τη γενική «ιδεολογική απογραφή» των κοινωνικών και πολιτικών τάσεων. Είναι δυνατόν επομένως να καταγραφεί καταρχήν η εικόνα που προέκυψε από τις περιφερειακές εκλογές της Κυριακής ως προς την εκλογική δύναμη των κομμάτων και των οιονεί πολιτικών δυνάμεων, βάσει των ψήφων των επίσημων υποψηφίων που υποστήριξαν καθώς και των «ανεξάρτητων συνδυασμών». Η καταρχήν αυτή εκλογική επιρροή αποτυπώνεται στον Πίνακα 1.
Είναι αυτονόητο ότι τα παραπάνω ποσοστά εμπεριέχουν ένα βαθμό «μεροληψίας», λόγω κάποιων επιμέρους κομματικών αλληλοϋποστηρίξεων και συνεργασιών. Η ανάλυση των εκλογικών δεδομένων ωστόσο δείχνει ότι οι περισσότερες από αυτές αλληλοεξουδετερώνονται και δεν επηρεάζουν τη γενική εικόνα. Είναι επίσης αυτονόητο ότι τα παραπάνω ποσοστά καταγράφηκαν με βάση τις όποιες ιδιαιτερότητες έχουν αυτού του τύπου οι εκλογές (επιλογή προσώπων, τοπικές ιδιομορφίες, απουσία εκλογικής παράδοσης στην κλίμακα των περιφερειών, απουσία των πολλών και διάφορων συνδυασμών που κατέρχονται συνήθως σε βουλευτικές εκλογές).
Δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν τη στέρεη και πραγματική βάση των εκλογικών συσχετισμών με την οποία θα πορευτεί το κομματικό σύστημα τους επόμενους μήνες της εκλογικής και κοινωνικής ρευστότητας.
Τα βασικά συμπεράσματα
Από τις εκλογές αυτές προέκυψαν δύο βασικά συμπεράσματα. Πρώτον, επιβεβαιώθηκε η μεταβατική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το (μεταπολιτευτικό) πολιτικό και κομματικό σύστημα και η οποία αφορά όλα τα κόμματα, τους χώρους και τις ευρύτερες πολιτικές παρατάξεις. Δεύτερον, επιβεβαιώθηκε η πτωτική τάση του δικομματισμού, που παρατηρείται σταθερά μετά τις εκλογές του 2004 και η οποία εκφράστηκε ήδη με τις δύο βουλευτικές εκλογές του 2007 και του 2009 και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό με τις ευρωεκλογές του 2009 και τις περιφερειακές του 2010. Το δικομματικό άθροισμα φτάνει το 67,2% και βρίσκεται επί της έγκυρης ψήφου δέκα ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το περσινό 77,4% (που ήταν και το ιστορικό χαμηλότερό του για βουλευτικές εκλογές).
Η σημερινή εικόνα των πολιτικών κομμάτων
Το ΠΑΣΟΚ έχει απολέσει σε ένα χρόνο διακυβέρνησης 1.129.300 ψηφοφόρους και 9,3 ποσοστιαίες μονάδες επί της έγκυρης ψήφου του εκλογικού σώματος. Η μεταβολή αυτή είναι ραγδαία και δεν έχει προηγούμενο ως προς τον σύντομο χρόνο μεταβολής στη μεταπολιτευτική εκλογική ιστορία. Ολόκληρη η διαρροή αυτή από το ΠΑΣΟΚ διοχετεύθηκε είτε προς τα «αριστερά» είτε προς την έξοδο από το εκλογικό σώμα (αποχή). Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι αρνητικές τάσεις του εκλογικού σώματος προς το ΠΑΣΟΚ θα συνεχιστούν με ένταση και υπ’ αυτήν την έννοια ο ορίζοντας των επόμενων εκλογών δεν μπορεί να είναι μακριά.
Η Ν.Δ. έχει απολέσει τον τελευταίο χρόνο 522.467 ψηφοφόρους και βρίσκεται σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα επί της έγκυρης ψήφου κάτω από το περσινό της ποσοστό. Λαμβανομένης υπόψιν της εσωκομματικής κρίσης και της διάσπασης του χώρου από την Ντ. Μπακογιάννη η Ν.Δ. πρέπει να μένει μάλλον ικανοποιημένη, όντας ωστόσο σε μια απολύτως οριακή και μεταβατική κατάσταση.
Ο ΛΑΟΣ πιστοποίησε με την εκλογική του επίδοση ότι βρίσκεται σε φάση υποχώρησης των δυνάμεών του. Κατάφερε να συγκροτήσει αυτόνομα ψηφοδέλτια σε μόλις 6 από τις 13 περιφέρειες της χώρας, γεγονός αρνητικό για ένα κόμμα που έχει κλείσει πλέον μια δεκαετία συνεχούς παρουσίας στην πολιτική σκηνή και έφτασε σε ευρωεκλογές και βουλευτικές εκλογές του ’09 σε πολύ υψηλά επίπεδα επιρροής (7,1% και 5,6% αντίστοιχα).
Το 4,0% που κατέγραψε με τους καθαρούς συνδυασμούς του ίσως να το υποτιμά ελαφρώς, αφού σε αυτό θα έπρεπε κανονικά να προσμετρηθούν τόσο κάποιες από τις ψήφους του Π.Τατούλη στην Πελοπόννησο (θα αφαιρούνταν από το ΠΑΣΟΚ) αλλά και κάποιες άλλες στις περιφέρειες, που στήριξε υποψήφιο της Ν.Δ. (θα αφαιρούνταν από την Ν.Δ.). Στην καλύτερη περίπτωση για τον ΛΑΟΣ η «πραγματική» εκλογική του επιρροή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 4,6%, επομένως βρίσκεται σε υποχώρηση της τάξης της μίας μονάδας επί του έγκυρου εκλογικού σώματος.
Το υπό ίδρυση «κόμμα Μπακογιάννη» κατέγραψε σημαντική επίδοση στην Κρήτη - αντίστοιχη με εκείνη του Κόμματος Νεοφιλελευθέρων του Κ. Μητσοτάκη το 1977 - και ξεκινά σε εθνικό επίπεδο και μόνο με το ποσοστό της Κρήτης από το 1%. Σε αυτό θα πρέπει να αθροιστούν λογικά κάποιες από τις ψήφους των συνδυασμών Δημαρά στην Αττική και Τατούλη στην Πελοπόννησο.
Είναι όμως άγνωστο αν θα καταφέρει σε εθνικό επίπεδο να υπερβεί ένα συνολικό ποσοστό του 3-3,5% (το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων είχε λάβει το 1977, σε άλλες βεβαίως συνθήκες κομματικού συστήματος, 1,7% σε εθνικό επίπεδο). Με τα σημερινά δεδομένα είναι όμως πολύ πιθανό το κόμμα αυτό να πλήξει εκλογικά περισσότερο το ΠΑΣΟΚ και λιγότερο τη Ν.Δ. και σε κάθε περίπτωση θα συμβάλει στη μεγαλύτερη ρευστοποίηση του κομματικού συστήματος και τη μείωση του δικομματικού αθροίσματος.
Τα κόμματα και οι συνδυασμοί της αριστεράς έφτασαν αθροιστικά στο 23%, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτό μέρος των ποσοστών των «ανεξάρτητων ΠΑΣΟΚ». Επιβεβαιώθηκε η (πολιτική και δημοσκοπική) εκτίμηση ότι ενδεχόμενα «ενωτικά» αριστερά ψηφοδέλτια θα είχαν σημαντικές πιθανότητες να κερδίσουν περίπου το ένα τρίτο των καλλικρατικών δήμων και ίσως δύο με τρεις περιφέρειες.
Το ΚΚΕ φτάνει το 11% της έγκυρης ψήφου, αυξάνοντας μάλιστα τον απόλυτο αριθμό των ψήφων του σχεδόν κατά 80.000 σε εθνικό επίπεδο, παρά τη μεγάλη αποχή.
Ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη διάσπαση των δυνάμεων της Δημοκρατικής Αριστεράς και την ύπαρξη των ψηφοδελτίων Αλαβάνου στην Αττική και Σπανούδη στην Στερεά Ελλάδα, συγκρατεί το εκλογικό ποσοστό επί της έγκυρης ψήφου (4,5%). Εμφανίζει μείωση του απόλυτου αριθμού ψήφων σε σχέση με το 2009 κατά 70.000 περίπου, που φτάνει τις 28.000 αν αθροιστούν οι ψήφοι των δύο «ανεξάρτητων» ψηφοδελτίων του χώρου.
Η γενική εικόνα είναι ότι απορρόφησε μεν το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής διάσπασης της Δημοκρατικής Αριστεράς (κυρίως λόγω της εισροής ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ στην Αττική), επλήγη όμως από την ύπαρξη των δύο ψηφοδελτίων καθώς και από την αποχή ή το λευκό / άκυρο λόγω της διαιρετικής οσμής του χώρου.
Οι Οικολόγοι - Πράσινοι θα επιχειρήσουν με καλές πιθανότητες την είσοδο στην επόμενη Βουλή, ενώ κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή φαντάζει πολύ δύσκολο για τον χώρο της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί η σοβαρή καταγραφή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ποσοστό 1,8%. Ο χώρος αυτός ευνοήθηκε από τη διαιρετική κατάσταση στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και από την απουσία των ποικιλώνυμων ομάδων της «κλασικής» εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς από τις περιφερειακές εκλογές. Έχει όμως σημαντική συνοχή και το γεγονός ότι παρουσιάστηκε σε 11 από τις 13 περιφέρειες με ψηφοδέλτια - κάτι που δεν στάθηκε εφικτό ακόμα και για τον ΛΑΟΣ - δείχνει υπαρκτή κοινωνική διείσδυση.
Οι τάσεις απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος
Οι περιφερειακές εκλογές της Κυριακής χαρακτηρίστηκαν από τη χαμηλή προσέλευση ψηφοφόρων. Αν υπολογίσει κανείς ότι ο ενήλικος ελληνικός πληθυσμός της χώρας φτάνει περίπου τα 8.200.000 άτομα, μπορεί να εκτιμηθεί η πραγματική συμμετοχή σε περίπου 73% (ή αντίστροφα η πραγματική αποχή σε ποσοστό περίπου 27%).
Στον Πίνακα 2 μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τις διακυμάνσεις του εκλογικού σώματος τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Όπως φαίνεται σ’αυτόν, η εκλογική συμμετοχή έφτασε στο ανώτερο σημείο της στις βουλευτικές του 2004 με 7,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους να προσέρχονται στην κάλπη. Από τότε παρουσιάζει πτωτικές διακυμάνσεις, με αποκορύφωμα τις ευρωεκλογές του 2009, όταν το εκλογικό σώμα ξεπέρασε κατά τι τα 5.000.000 άτομα.
Η συμμετοχή της προηγούμενης Κυριακής είναι η δεύτερη χειρότερη στην εκλογική ιστορία της χώρας. Είναι εμφανώς χαμηλότερη από την αντίστοιχη περσινή των βουλευτικών εκλογών κατά 1 εκατομμύριο άτομα περίπου
Ένα πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι ότι η ισχυρή παραδοσιακά στην Ελλάδα κοινοβουλευτική ιδεολογία έχει εισέλθει οριστικά σε φάση αμφισβήτησης. Οι πολιτικές συμπεριφορές της ελληνικής κοινωνίας αρχίζουν να υπερβαίνουν τον ορίζοντα και την αξία της «εκλογικής συμμετοχής», δεν ορίζονται πλέον με κριτήρια την «κομματική ταύτιση» ή την «πολιτική παράδοση», ανιχνεύουν νέες συλλογικές (ή) και ατομικές μορφές πολιτικής συμμετοχής. Εφεξής σημαντικός παράγων για το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι το πόσοι και ποιοι θα συμμετέχουν περισσότερο στην εκλογική διαδικασία.
Όμως, το νέο ποιοτικό στοιχείο της προηγούμενης Κυριακής δεν υπήρξε τόσο η (αναμενόμενη) αποχή όσο η έκρηξη της «πολιτικής διαμαρτυρίας» που εκφράστηκε με τη λευκή και άκυρη ψήφο. Όπως φαίνεται και στον Πίνακα 3, καταγράφηκαν στην περιφερειακή κάλπη περίπου 540.000 λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια (9,1% των ψηφισάντων), περισσότερα από κάθε άλλη εκλογική αναμέτρηση ιστορικά στην Ελλάδα.
Ένα μέρος των λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων προέρχεται βεβαίως από λάθη ή αβλεψίες των ψηφοφόρων. Ωστόσο, το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση παρατηρείται συστηματική ανά περιφέρεια εμφάνιση του φαινομένου σε τριπλάσια από το συνηθισμένο ποσοστά ενισχύει την άποψη ότι σε αυτές τις εκλογές καταγράφηκε σημαντικό ρεύμα δυσαρέσκειας, ίσως όχι μόνο απέναντι στην κεντρική πολιτική σκηνή αλλά και προς τον ίδιο τον θεσμό της περιφερειακής αυτοδιοίκησης και των προσώπων του.
Η εικόνα που έχει προκύψει από τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις της Περιφέρειας Αττικής δείχνει ότι το Λευκό / Άκυρο εντοπίζεται περισσότερο σε τρεις κατηγορίες: στις γυναίκες, στην ηλικιακή ομάδα των 35-44 ετών και στους μισθωτούς. Πρόκειται για τμήμα του εκλογικού σώματος που τάσσεται κατά του Μνημονίου, αλλά που αξιολογούσε σε συντριπτικό ποσοστό τις περιφερειακές εκλογές ως «μη σημαντικές».
Η κατηγορία αυτή, σε περίπτωση βουλευτικών εκλογών, εκδήλωνε μια πρόθεση ψήφου σαφώς προς τα «αριστερά», δίνοντας από 23,7% στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., μη αναφέροντας καθόλου τον ΛΑΟΣ και ανεβάζοντας το ΚΚΕ στο 14%, τον ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ στο 9%, τους Οικολόγους - Πράσινους στο 8% και τους συνδυασμούς της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στο 4%. Βεβαίως ένα σημαντικό ποσοστό τους θα επιμείνει στην επιλογή της ψήφου διαμαρτυρίας ή την αποχή.
*Ο Χ. Βερναρδάκης είναι επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ. Αναδημοσίευση του άρθρου από την Αυγή.
http://tvxs.gr/news
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου