Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Κώστας Πάσσαρης, ο μαινόμενος – I

proto-passaris1

του Διονύση Χιόνη, 

δικηγόρου – εγκληματολόγου

Στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού όλα κυλάνε στους γνωστούς ράθυμους ρυθμούς. Βρισκόμαστε στις αρχές Φεβρουαρίου του 2001 και οι διοικητικές υπηρεσίες του Σωφρονιστικού Καταστήματος λειτουργούν κανονικά, εξετάζοντας – μεταξύ άλλων – και αιτήματα κρατουμένων.
Στο ιατρείο των φυλακών προσέρχεται ένας εξ αυτών παραπονούμενος για πολλοστή φορά για επιληπτικές κρίσεις.  Ο ιατρός της φυλακής, κ. Χρήστος Δημάκης, με τις υπ. αριθμ. 251 και 252 γνωματεύσεις του διαπιστώνει ότι ο κρατούμενος πάσχει από κρίσεις επιληψίας και υπογράφει παραπεμπτικό, προκειμένου να γίνουν οι προβλεπόμενες εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Πριν λίγους μήνες, που o ο ίδιος έγκλειστος είχε ισχυριστεί ότι υποφέρει, είχαν εκδοθεί δύο παραπεμπτικά: το πρώτο ήταν για τις 21 Σεπτεμβρίου 2000. Ο ίδιος ακύρωσε την τότε προγραμματισμένη μεταγωγή του, δηλώνοντας ενυπογράφως ότι έγινε καλά. Το δεύτερο παραπεμπτικό όριζε ως ημερομηνία μεταγωγής την 9η Οκτωβρίου 2000, οπότε ο κρατούμενος  πήγε στο Γενικό Κρατικό συνοδευόμενος από τρεις αστυνομικούς. Μπήκε στο εσωτερικό του νοσοκομείου, αλλά τελικώς αρνήθηκε να υποβληθεί στην προβλεπόμενη εξέταση για άγνωστους λόγους.......
passaris21Στις 7 Φεβρουαρίου 2001 το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο εγκρίνει τη μεταγωγή στο νοσοκομείο και λαμβάνεται η σχετική απόφαση σε συνεννόηση με το Τμήμα Μεταγωγών. Στις 16 του ίδιου μήνα δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών, οι  Aθανάσιος Δρακόπουλος, 47 ετών και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος, 49 ετών και ένας ειδικός φρουρός του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Ανδρέας Φυσέκης, 33 ετών, αναλαμβάνουν να συνοδεύσουν τον κρατούμενο από τις φυλακές στο Γενικό Κρατικό. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι φωνάζουν το όνομά του, για να προσέλθει για τα περαιτέρω: «Κωνσταντίνος Πάσσαρης». Αφού κάνει ανάληψη 100.000 δρχ. από τον ατομικό του λογαριασμό στο λογιστήριο της φυλακής, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι των παραδίνουν στους αστυνομικούς του Τμήματος Μεταγωγών.
Η μεταγωγή διεξάγεται, ως συνήθως, με μια κάποια χαλαρότητα. Μοιάζει υπόθεση ρουτίνας, αλλά δεν είναι καθόλου τέτοια, καθώς η επικινδυνότητα του κρατούμενου δεν έχει εκτιμηθεί σωστά, παρόλο που έχει σταλεί ειδικό σήμα στο Τμήμα Μεταγωγών από τη διεύθυνση των φυλακών …
passaris
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το παρελθόν του Πάσσαρη ήταν, ήδη από τότε, πλούσιο σε παραβατική συμπεριφορά και καταδίκες. Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1975, όταν ο πατέρας του ήταν μόλις 17 ετών, ενώ η μητέρα του, η Ρουμάνα Μαρία Αυγούστα, πέθανε έξι χρόνια αργότερα. Όσοι τον ήξεραν από μικρό τον χαρακτήριζαν ατίθασο παιδί. Όταν ήταν 15 ετών, η αστυνομία βρήκε στο σπίτι του κλεμμένα αντικείμενα. Οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο για έξι μήνες, έπειτα απολύθηκε υπό όρο και, λίγο καιρό αργότερα, συνελήφθη για επαιτεία και οδηγήθηκε εκ νέου σε αναμορφωτήριο.
Όταν υπηρετούσε στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Κομοτηνή, κατηγορήθηκε για κλοπές μέσα κι έξω από το στρατόπεδο. Στις αρχές του 1995 συνελήφθη από τη Στρατονομία, βρέθηκε έγκλειστος στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνα, από όπου ένα χρόνο αργότερα απέδρασε! Κηρύχθηκε λιποτάκτης και καταζητείτο.
Αργότερα κατά το έτος 1996 λήστεψε υπό την απειλή όπλου μία γυναίκα που πουλούσε φρούτα στον ηλεκτρικό σταθμό της Kαλλιθέας, ακολούθησε καταδίωξη από αστυνομικούς, εναντίον των οποίων δεν δίστασε να πυροβολήσει, όμως τελικά συνελήφθη επί τόπου.
Eκτίοντας την ποινή του στις φυλακές Kασσάνδρας, στη Xαλκιδική, γνωρίσθηκε με τον Pουμάνο Nικολάε Γκόρεα Στις 4 Δεκεμβρίου του 1999 αποφυλακίσθηκε και συνένωσε τις εγκληματικές του τάσεις με τον ως άνω Ρουμάνο και έναν άλλο ομοεθνή του, Iον Bασίλι. Σύμφωνα με την Ελληνική Αστυνομία, από τις 31 Iανουαρίου έως τις 17 Φεβρουαρίου του 2000 πραγματοποίησαν από κοινού ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Aθήνας.
Στις 19 Φεβρουαρίου 2000 και οι τρεις  συνεπλάκησαν με αστυνομικούς στην πλατεία Bάθη, με αποτέλεσμα να τραυματισθούν δύο αστυνομικοί και να σκοτωθεί ο Bασίλι. Ο Πάσσαρης μετά τη συμπλοκή είχε τηλεφωνήσει στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και είχε απειλήσει τους αστυνομικούς με αντίποινα: «Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ», ήταν τα λόγια του. Οι έρευνες των διωκτικών αρχών εντατικοποιήθηκαν και τελικά τρεις ημέρες αργότερα συνελήφθη στην πλατεία Aμερικής έχοντας πάνω του πιστόλι και χειροβομβίδα. Tο απόγευμα της ίδιας ημέρας έπεφτε νεκρός έπειτα από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πετρούπολη ο άλλος συνεργός του, Νικολάε Γκόρεα. Το μένος του εναντίον των αστυνομικών, έπειτα από το θάνατο και του άλλου του συνεργού, μπορεί να το φανταστεί ο καθένας. Μερικά χρόνια αργότερα ο ίδιος έλεγε μπροστά στις κάμερες: «Έχω μακρά εμπειρία με τους αστυνομικούς, με ταλαιπωρούν από μικρό… Έχω πρόβλημα με αυτούς που έρχονται να με συλλάβουν, όχι με όλους».
pasaris
ΑΠΟΔΡΑΣΗ
O Πάσσαρης την ημέρα της μεταγωγής του έχει συμπληρώσει περίπου ένα χρόνο συνεχόμενου εγκλεισμού και το «ποινικό» ιστορικό του δεν τον κατατάσσει σε καμία περίπτωση στην κατηγορία των ακίνδυνων κρατουμένων. Χωρίς να προηγηθεί σωματικός έλεγχος, επιβιβάζονται στο υπηρεσιακό όχημα, το οποίο λίγο αργότερα φτάνει κανονικά στο νοσοκομείο και οι αστυνομικοί με τον Πάσσαρη μπαίνουν στο χώρο υποδοχής. Η συνέχεια της αφήγησης του περιστατικού ανήκει στον ειδικό φρουρό: «Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο…». Οι δύο συνάδελφοί του ήταν ήδη νεκροί κι ο Πάσσαρης εξαφανιζόταν τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση.
Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Ο κόσμος που έζησε το συμβάν έτρεχε να κρυφτεί κι επικράτησε πανικός σε όλη η νοσοκομειακή μονάδα  Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα έκτακτα δελτία ειδήσεων διαδέχονταν το ένα το άλλο, ενώ στα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Δημοσίας τάξεως, στη Γ.Α.Δ.Α. και στη Φυλακή Κορυδαλλού είχε ήδη σημάνει συναγερμός. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν ήταν άπειρα, με πρώτο και καλύτερο το πώς βρέθηκε το όπλο στα χέρια του Πάσσαρη. Δεν ήταν γνωστό αν είχε συνεργούς, αν το μετέφερε από τη φυλακή ή αν του το έδωσαν στο νοσοκομείο, ούτε το διευκρίνισε ποτέ ο ίδιος.
Σημαντική λεπτομέρεια: χρονικά βρισκόμαστε ακριβώς έναν χρόνο και τρεις ημέρες μετά το θάνατο του φίλου του στη συμπλοκή με τους αστυνομικούς στην Πλατεία Βάθη…«Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ», είχε πει και σχεδόν το κατάφερε, παρόλο που υποστήριξε μετά από χρόνια: «Δεν ήθελα να πυροβολήσω κανέναν… Σκοπό είχα να τους αφοπλίσω και να φύγω, αλλά ο Αλεβιζόπουλος τράβηξε όπλο κι από κει δεν υπάρχει γυρισμός. Έκανα δεκάδες ληστείες χωρίς να πυροβολήσω κανέναν κι ας υπήρχαν ένοπλοι φρουροί». Για τον Φυσέκη, που επιβίωσε τελικά, ο Πάσσαρης είπε σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Χαίρομαι που επιβίωσε ο Φυσέκης, γιατί δεν γνώριζα ότι ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος. Ήταν χειμώνας, φόραγαν τζάκετ κι είχα κάθε λόγο να υποθέσω ότι ήταν οπλισμένος…Θα πρέπει κάποια στιγμή να βγει και να πει την αλήθεια».
dspphoto
Στο πόρισμα που εκδόθηκε πολύ αργότερα από τον εισαγγελέα Γιάννη Μωραϊτάκη αναφερόταν: «οι εσωτερικοί κανονισμοί της φυλακής δεν προβλέπουν την εξονυχιστική σωματική έρευνα στους υπό μεταγωγή κρατούμενους, παρά μόνο στους εισερχόμενους, στους οποίους η έρευνα πρέπει να πραγματοποιείται διακριτικά έτσι ώστε να μη θίγεται η αξιοπρέπειά τους. Την έρευνα θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιήσει οι αστυνομικοί συνοδοί των κρατουμένων. Σύμφωνα με τα άρθρα 144 έως 154 του Π.Δ. 141/1991 πριν από την παραλαβή των μεταγομένων ο επικεφαλής των αστυνομικών ενεργεί προσεκτική έρευνα στους κρατούμενους και τις αποσκευές τους για την ανεύρεση όπλων, ναρκωτικών ή άλλων αντικειμένων που μπορεί να διευκολύνουν την απόδρασή τους». Σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη, ούτε ασφαλίστηκαν με χειροπέδες οι κρατούμενοι εντός της κλούβας.
Όσον αφορά το εάν ο Πάσσαρης γνώριζε εκ των προτέρων την ημέρα μεταγωγής του, το πόρισμα αναφέρει: «Υπάρχει ενδεχόμενο να είχε την ευκαιρία να μεθοδεύσει και να οργανώσει την απόδρασή του με πολύ πιθανές τηλεφωνικές συνεννοήσεις που έκανε από τα εφτά συνολικά καρτοτηλέφωνα που βρίσκονται στη Δ΄ πτέρυγα όπου εκρατείτο». Ο κρατούμενος Χαράλαμπος Φραγκόπουλος κατέθεσε στον εισαγγελέα Μωραϊτάκη ότι όταν η κλούβα βγήκε από τη φυλακή, ο Πάσσαρης φώναξε μία φορά το όνομα«Λεωνίδας» και ότι ο ίδιος παρατήρησε καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μία μοτοσικλέτα να παρακολουθεί την αστυνομική κλούβα. Κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε από κανέναν άλλο κρατούμενο που επέβαινε στο ίδιο όχημα με τον Πάσσαρη.
Ο ίδιος, αρκετά χρόνια αργότερα, τοποθετήθηκε σε σχέση με την απόδραση: «Απέδρασα, όχι γιατί ήμουν έξυπνος ή διαφορετικός από τους άλλους, απλώς το σύστημα δεν το περίμενε αυτό από εμένα».
Συνεχίζεται

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright 2009 Οιχαλία - Τρικάλων. Powered by Blogger Blogger Templates create by Deluxe Templates. WP by Masterplan