Στη Σιβηρία, ομάδα αρχαιολόγων ανακάλυψε πέτρινα αγαλματίδια του 7500 π.Χ. που απεικόνιζαν γυναίκες ντυμένες με μίνι φούστες. Από το 7500 π.Χ. μέχρι σήμερα τα πράγματα έχουν πάψει να...
είναι απλά, παρά τα φαινόμενα που συνήθως απατούν....
Η προϊστορία του μίνι
Στο πλαίσιο της απλούστευσης και της απελευθέρωσης στο ντύσιμο που έφερε μαζί της η άνοδος της αστικής τάξης, η πρώτη γυναικεία φιγούρα που άρχισε να φοράει όλο και πιο κοντές φούστες ήταν η flapper, η «νέα γυναίκα» των ’20s, η οποία χόρευε τσάρλεστον, κάπνιζε, έκοβε τα μαλλιά της κοντά και τόνιζε τα μάτια της με μαύρο κολ, ελεύθερη από τα δεσμά του κορσέ χάρη στη σουφραζέτα που είχε προηγηθεί.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα με μακριές
φούστες στα ’30s, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ευνόησε και πάλι την άνοδο του στριφώματος για έναν απλό λόγο: την οικονομία που έπρεπε να γίνεται στο ύφασμα και το γεγονός ότι κάθε γυναίκα το προμηθευόταν με δελτίο. Στα ’40s, οι σταρ του Χόλιγουντ αρχίζουν να φλερτάρουν με το μίνι, αντιμετωπίζοντάς το όμως περισσότερο ως μία προέκταση του σέξι εσωρούχου και του μαγιό.
Από το 1947 και μετά, η μακριά και πολύ φαρδιά φούστα του περιβόητου «New Look» του Κριστιάν Ντιόρ αποτελούσε ουσιαστικά μια σημειολογική αποτύπωση της μεταπολεμικής αφθονίας. Σε αυτό το look ήρθε ουσιαστικά να αντιταχθεί (και) ενδυματολογικά η νεολαία των ’60s καθιερώνοντας το μίνι στη σύγχρονη μορφή του. Προηγουμένως, έπρεπε να αντιμετωπιστεί ένα πρακτικό ζήτημα: Για να ανέβει πραγματικά η φούστα, έπρεπε να εξαφανιστεί η ζαρτιέρα. Αυτό συνέβη πολύ βολικά το 1959, όταν η υφαντουργία Γκλεν Ρέιβεν στη Βόρεια Καρολίνα λάνσαρε μια επινόηση του Αλεν Γκαντ του πρεσβύτερου, το καλσόν.
Η χρυσή εποχή
Για την πατρότητα του σύγχρονου μίνι «ερίζουν» τρεις σχεδιαστές: ο Γάλλος Αντρέ Κουρέζ, ο γεννημένος στην Ιταλία Πιέρ Καρντέν και η Αγγλίδα Μέρι Κουάντ. Αν και η τελευταία έχει καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο ως νικήτρια, ο Κουρέζ μάλλον δικαιώνεται από τους ιστορικούς μόδας, οι οποίοι ωστόσο προσθέτουν στην ήδη μπερδεμένη κατάσταση τον βρετανό σχεδιαστή Τζον Μπέιτς (γνωστός για τα πανέμορφα κοστούμια της Νταιάνα Ριγκ στην τηλεοπτική σειρά «Οι εκδικητές»), αναφέροντας ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε ήδη παρουσιάσει μερικά πολύ τολμηρά μίνι φορέματα.
Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η πρώτη φορά που εμφανίστηκε το μίνι ήταν στην παρισινή πασαρέλα του Κουρέζ, εν έτει 1964, μπροστά σε ένα κοινό που παρακολουθούσε το θέαμα εμβρόντητο και ακούνητο αντί να χειροκροτά έστω από ευγένεια, ως είθισται στις επιδείξεις. Οι μίνι φούστες του Κουρέζ ήταν σε γραμμή Α και το στρίφωμά τους τελείωνε δέκα εκατοστά πάνω από το γόνατο.
Την επόμενη χρονιά, η Μέρι Κουάντ λάνσαρε στην μπουτίκ της «Bazaar» τη δική της εκδοχή για το μίνι, η οποία ήταν εφαρμοστή και ακόμη πιο κοντή, φτάνοντας μέχρι τη μέση του μηρού. Σύντομα, το μίνι της Κουάντ έγινε σημαία του mod στυλ στο Λονδίνο.>
Τα swinging sixties ή «Chelsea Girls» ή «Dolly Birds» βάδιζαν παράλληλα με τη σεξουαλική επανάσταση, με τους Beatles και τους Stones, με την καθιέρωση των τινέιτζερ ως γκρουπ υπολογίσιμου από τις εταιρείες μάρκετινγκ και ούτω καθεξής. Μέχρι τo 1967, η κυριαρχία του μίνι στην ποπ κουλτούρα έγινε αδιαμφισβήτητο γεγονός.
Το κυρίαρχο μίνι
Ηταν θέμα χρόνου τα κορίτσια του Λονδίνου των swinging sixties να επιβάλουν τη φούστα τους και τα γούστα τους σε όλο τον κόσμο. Το 1965 η Τζιν Σρίμπτον, το αντίπαλον δέος της Τουίγκι, αποφάσισε να εμφανιστεί στον ιππόδρομο της Μελβούρνης με λευκό μίνι φόρεμα και χωρίς καλσόν, καπέλο και γάντια, σε μια κατάφωρη παραβίαση του ενδυματολογικού κώδικα. Η φωτογραφία της έκανε το γύρο του κόσμου και στο φόντο της διακρίνεται η αντίδραση κάποιων κυριών μέσης ηλικίας, που την κοιτούν επικριτικά φορώντας καπελαδούρες και πέρλες.
Στη ραγδαία εξάπλωση και απενοχοποίηση του μίνι συνεισέφερε και η Τζάκι Κένεντι. Στο Παλμ Μπιτς, η παλιά συμμαθήτρια της Τζάκι, Λίλι Πούλιτζερ, ήταν μια επώνυμη κυρία γνωστή για το μποέμ στυλ της: Ψυχαγωγούσε τους καλεσμένους της στην κουζίνα, κυκλοφορούσε ξυπόλητη -και χωρίς εσώρουχο- και είχε κλεφτεί με τον Πίτερ Πούλιτζερ της γνωστής εκδοτικής οικογενείας. Επίσης, είχε στήσει έναν πάγκο όπου πουλούσε χυμούς. Κάποια στιγμή, διαπίστωσε ότι χρειαζόταν ένα ρούχο που να μη φαίνονται οι λεκέδες από τα φρούτα, έτσι ζήτησε από τη μοδίστρα της να της φτιάξει ένα αμάνικο μίνι φόρεμα με έντονα πολύχρωμα εμπριμέ. Σύντομα τα φορέματα αυτά, που έμειναν στην ιστορία με το παρατσούκλι «Lilly’s», άρχισαν να πουλιούνται σαν τρελά από τον πάγκο της, ο οποίος εξελίχθηκε σε μια αυτοκρατορία μόδας. Κάπως έτσι το εμπριμέ μίνι έγινε μόδα, και μάλιστα φοδραρισμένο με λευκή μουσελίνα, ένα τρικ με το οποίο η Πούλιτζερ ενθάρρυνε τις οπαδούς της να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και να μη φοράνε εσώρουχα. Παρά το τολμηρό της υπόθεσης, αυτή ήταν η εμπορική πλευρά της τάσης, με τα χαρούμενα εμπριμέ να αμβλύνουν τις εντυπώσεις των μονοχρωμιών των Κουρέζ και Κουάντ.
Φεμινίστριες και πανκΘεωρουμε απαραίτητη την αναφορά στις Ζερμέν Γκριρ και Γκλόρια Στάινεμ, δύο μορφές του φεμινιστικού κινήματος που φόρεσαν το μίνι κατ’ εξακολούθηση. Διόλου τυχαία, το κόντυμα της φούστας συνδέεται για δεύτερη φορά στην ιστορία του στυλ με τη γυναικεία χειραφέτηση. Στο βιβλίο του «Difficult Women», ο Αμερικανός συγγραφέας Ντέιβιντ Πλαντ αναφέρει ένα περιστατικό στο οποίο η Γκριρ διαπράττει σε μια πλατεία στην Ιταλία το θανάσιμο αμάρτημα εις βάρος του καθωσπρεπισμού ή της κοινής λογικής: Φορώντας μίνι φούστα χωρίς εσώρουχο, καθόταν με τα πόδια ανοιχτά.
Φυσικά, μαζί με μια τόσο κοντή φούστα άρχισε να προκύπτει και το ζήτημα της διατήρησης μιας σιλουέτας που να εξασφαλίζει το καλαίσθητο αποτέλεσμα. Ετσι, παράλληλα με την διάδοση του μίνι είχαμε τη διάδοση της δίαιτας και κατ’ επέκταση της νευρικής ανορεξίας. Κάπως έτσι το κοντό φουστάκι έχασε σιγά – σιγά την εύνοια του φεμινιστικού κινήματος, με αποκορύφωμα το 1974, όταν η Αντζελα Κάρτερ έγινε η πρώτη που δημοσιοποίησε το πρόβλημά της με τη νευρική ανορεξία και το πώς οι ιδέες του Κινήματος Απελευθέρωσης των Γυναικών τη βοήθησαν να το αντιμετωπίσει.
Το timing ήταν άριστο καθώς, την ίδια στιγμή, το μίνι έχανε και την εύνοια της μόδας και το μάξι κέρδιζε πόντους. Την κατάσταση θα έσωζε το πανκ κίνημα προς το τέλος των ’70s. Στην Αγγλία η Βίβιεν Γουέστγουντ με τον Μάλκολμ ΜακΛάρεν επανέφεραν το μίνι στην πιο φετιχιστική του μορφή, από PVC (υλικό στο οποίο είχε πρωτοπορήσει η Κουάντ με τη «Wet Collection» το 1963) και σεταρισμένο με σχισμένα διχτυωτά καλσόν και άρβυλα. Ουσιαστικά, στην απέχθεια του προαναφερθέντος δημιουργικού ζεύγους (και του punk κινήματος εν γένει) στην κυρίαρχη μόδα οφείλουμε την ταχεία επάνοδο του μίνι στα πράγματα. Το κοντό φουστάκι περίμενε μια θερμότατη υποδοχή και στα ’80s, καθώς η δυναμική γυναίκα της εποχής χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα μίνι για να επιδείξει τα άψογα πόδια που απέκτησε χάρη στην ενασχόλησή της με την αεροβική. Η τελευταία φορά που το μίνι εθεάθη επίσημα ως τάση ήρθε στα ’90s, με την επέλαση του micro-mini. Τελευταία, η μόδα δεν καταπιάνεται τόσο παθιασμένα με το μήκος της φούστας. «Ολα παίζουν», που λένε.
Θρύλοι του τόπου μας
Κατά μία τραγική ιστορική συγκυρία, η άνοδος του στριφώματος πάντα εύρισκε τη χώρα μας σε δικτατορικό καθεστώς.
Τα κάλλη επί Παγκάλου: Ο δικτάτωρ αντιμετώπισε την άνοδο της flapper με τη διάταξη «Περί ορισμένου μήκους φουστών δεσποινίδων άνω των 12 ετών και κυριών κυκλοφορουσών εις δημόσια εν γένει μέρη και κέντρα» της 30ης Νοεμβρίου 1925, η οποία όριζε ότι το στρίφωμα «δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατοστά». Γι’αυτό και τα όργανα της τάξης είχαν εξοπλιστεί με μεζούρες, με τις οποίες μετρούσαν το μήκος της φούστας των γυναικών στου Φιλοπάππου (όπως μας ενημερώνει το σχετικό λαϊκό άσμα) και αλλού.
Μίνι Φούστα και Καράτε: Μεζούρες δεν επιστρατεύτηκαν, αλλά οι κολονέλοι δεν ενθουσιάστηκαν με τη τάση, την οποία πάντως δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν. Σε μεταγενέστερη συνέντευξή του, ο Στυλιανός Παττακός είχε δηλώσει σχετικά: «Δεν απαγόρευσα την κοντή φούστα. Αλλά είπα, όποιες έχουν ωραία γάμπα, να την δείχνουν. Οσες είναι στραβοπόδες, να μην την δείχνουν».
Πηγή
ΤΟ ΥΨΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΘΟΣ
Πριν από 16 δευτερόλεπτα
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου