Το καλοκαίρι, μετά το νοκ-άουτ απ’ τη Μακάμπι Τελ-Αβίβ, οπότε νιξ Ευρώπη, με το Καραϊσκάκη ανοιχτό στα 14 απ’ τα 15 εντός έδρας ματς του πρωταθλήματος, και ό,τι κάτσει στο κύπελλο, είναι αλήθεια πως όσοι είχαν τρέξει ν’ αγοράσουν διαρκείας του Ολυμπιακού για το 2010-2011 (και θυμάμαι ότι επ’ αυτού είχε ασκηθεί, τότε, ο δημοσιογραφικός έλεγχος που άρμοζε) νομιμοποιούνταν να νιώθουν κορόιδα. Δεν ήταν οι πολλοί. Οι περισσότεροι, τακτικοί πελάτες προηγούμενων σεζόν, τώρα απογοητευμένοι, είχαν κάνει πίσω. Παρά τη δικαιολογημένη κριτική, αν δεν έχασα κάποιο επεισόδιο, δεν πρέπει να έγινε, με κάποιον τρόπο, η εύλογη μείωση. Η χειρονομία της ΠΑΕ που θ’ αντιστοιχούσε στα χρηστά συναλλακτικά ήθη.
Δειλά-δειλά, οι παλαιοί πελάτες πρωτο(επαν)εμφανίστηκαν κατά μήνα Σεπτέμβριο. Δεν ξέρω στη διαχείριση, σε…μένα σίγουρα πάντως. Κάνα εισιτηριάκι; Αστέρας Τρίπολης ήταν, Ολυμπιακός Βόλου ήταν, κάτι τέτοιο. Ηταν η φάση όπου είχε αρχίσει να τους ψήνει, όχι τόσο ο Ριέρα, όχι τόσο ο Πάντελιτς, όχι τόσο ο Μιραλάς, όχι (πολύ περισσότερο) ο Φουστέρ. Είχε αρχίσει να τους ψήνει, λίγο με Ολυμπιακό, λίγο με Εθνική, ο Φετφατζίδης. Δύο μήνες μετά, τέλη Νοεμβρίου πλέον, ο Ολυμπιακός μπορεί να κοιτάζει τους οπαδούς του «στα μάτια» ξανά. Δίχως να τους …
ντρέπεται.
Γιατί τους προσφέρει μια ομάδα που στερεώνεται όλο και πιο δυνατά από μέρα σε μέρα, που ξέρει τι παίζει, γιατί παίζει, πώς παίζει, παίζει το ίδιο (σε σχέδιο, άσχετα με τις λογικές αυξομειώσεις ατομικής ποιότητας και συνολικής απόδοσης) όποιοι και να ‘ναι οι κάθε φορά διαθέσιμοι, ο Μέλμπεργκ ή ο Ποτουρίδης, ο Ραούλ Μπράβο ή ο Χολέμπας. Είναι, εκτός από στέρεη, και γήινη, βγάζει και τραυματισμούς, όπως βγάζουν όλες οι ομάδες παντού, σκάβει και βρίσκει τις άλλες λύσεις της, αλλά το κυριότερο είναι ότι η ομάδα δεν κοροϊδεύει το κοινό της. Το σέβεται. Είναι σεβασμός στο κοινό, δεν είναι unfair όπως το εξέλαβαν τα παιδιά του ΠΑΟΚ, να ‘χεις τελειώσει μ’ ένα 3-0 και να κυνηγάς ως το τέλος και το τέσσερα με την ίδια ένταση με την οποία θα είχες λόγο να κυνηγάς το ένα.
Η τιμή του εισιτηρίου αρχίζει να φαίνεται, πάλι, λογική. Ο,τι πληρώνεις, βλέπεις. Υπάρχει, ξεκάθαρα πια, η φυσιολογική ανταποδοτικότητα. Θέαμα, για τα λεφτά. Επιτρέπεται, δε, η αίσθηση ότι αυτό, ό,τι φαίνεται σήμερα, είναι η αρχή-αρχή σ’ ένα πρότζεκτ που έχει με το μέρος του τις πιθανότητες ν’ αναπτυχθεί και να πάει μακρυά. Την προηγούμενη φορά με τον Βαλβέρδε, οι φίλοι του Ολυμπιακού δεν αξιώθηκαν την ευκαιρία να δουν (να τους λυθεί και η περιέργεια!) πώς θα ‘ταν μια δεύτερη σερί χρονιά μ’ αυτόν τον άνθρωπο στον πάγκο. Ενδεχομένως, τώρα, να το δούμε. Εχει κανείς λόγους να εκτιμά πως θα ‘ναι κάτι το πολύ καλό.
Στο μεταξύ, φτάνοντας Δευτέρα βράδι στη Ρώμη και ήδη έχοντας κατά νου τον «σκελετό» του κειμένου που διαβάζετε, η εκπληκτική σύμπτωση ήταν το τηλεφώνημα απ’ την Αθήνα που με πληροφόρησε πως ο Ολυμπιακός, για τον δεύτερο γύρο μόνον, θα κυκλοφορήσει διαρκείας στο 50% της θερινής τιμής. Ένα αρκετά ελκυστικό πακέτο, με οκτώ ματς, με Παναθηναϊκό, με ΑΕΚ, ίσως και με τα «καλύτερα» του κυπέλλου. Ένα ελκυστικό πακέτο, από μια ομάδα που στη ροή της χρονιάς θα γίνεται, όχι δίχως τα σκαμπανεβάσματά της, πάντως όλο και πιο ελκυστική.
Σ’ ένα δεύτερο γύρο, στον οποίον ο Ολυμπιακός, εκτός απ’ τα δύο ντέρμπι με τους παραδοσιακούς αντίπαλους στο Φάληρο, θα ‘χει να διαχειριστεί και τις δύο επισκέψεις στη Θεσσαλονίκη, Βικελίδης και Τούμπα. Εχω την πεποίθηση όμως πως το πιο δύσκολο, στη διαχείρισή του, παιγνίδι ως και το φινάλε της χρονιάς, ο Ολυμπιακός το δίνει αυτή την Τετάρτη…στο Παγκρήτιο. Κανένα άλλο, δεν θα ‘ναι τόσο απαιτητικό όσο αυτό. Διότι αυτό είναι το μοναδικό στο οποίο, ό,τι είναι να κάνει ο Ολυμπιακός, έχει μονάχα 45 λεπτά για να το κάνει. Ένα σπριντ «της μιας ανάσας». Ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να βασιστεί σε πράγματα στα οποία ο ισχυρός συνήθως βασίζεται, π.χ. ότι συν τω χρόνω θα επωφεληθεί απ’ την κόπωση του μικρού αντίπαλου, ότι έτσι θα βρει τη στιγμή για να τον φέρει βόλτα, ότι και να κάνει ένα λάθος προλαβαίνει να το μαζέψει, κ.λπ. Και, εξ όσων μπορώ να γνωρίζω, δεν υπάρχει στον κόσμο σχολή προπονητών να διδάσκεται πώς κερδίζεις παιγνίδι σε 45 λεπτά! Για μια φορά η…επινόηση της ελληνικής ορολογίας, το «γρήγορο γκολ», εδώ βρίσκει το αντίκρυσμά της σε ουσία.
πηγή
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου